- έδρα
- η (AM ἕδραΑ και ἕδρη)1. τόπος διαμονής, οίκημα2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας»)3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών κινήσεων»)4. τα οπίσθια, η πυγή, ο πρωκτόςνεοελλ.1. κάθισμα πάνω σε βάθρο συνήθως με γραφείο(«έδρα καθηγητή, δασκάλου»)2. θέση, αξίωμα καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («έδρα αρχαιολογίας»)μσν.(για φυτά) ρίζααρχ.1. τόπος όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, καρέκλα2. σειρά καθισμάτων3. τιμητικό κάθισμα, πρωτοκαθεδρία4. κάθισμα, θρόνος5. εξουσία, αρχή6. ναός, ιερό7. μέρος, τόπος οποιουδήποτε πράγματος8. βάση, θεμέλιο9. το μέρος τού ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί10. η στάση ικεσίας σε βωμό ή ιερό11. κάθισμα με ησυχία, καθισιό12. αδράνεια, χρονοτριβή, βραδύτητα13. στάση, θέση14. συνεδρίαση, σύνοδος συμβουλίου ή σωματείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έδ-ρα ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed- «καθίζω, θέτω, κάθομαι» (πρβλ. έζομαι < *έδ-yομαι) και φέρει επίθημα -ρᾱ (πρβλ. χώ-ρα). Η λ. έδρα, χωρίς να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, είναι πολύ εύχρηστη, και με τη μορφή -εδρος απαντά ως β' συνθετικό (πρβλ. δί-εδρος, πολύ-εδρος)].
Dictionary of Greek. 2013.